- φαλιόπους
- -ουν, Α(κατά τον Ησύχ.) «φαλιόπουν, λευκόπουν».[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλιός «λευκός» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λευκό-πους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλιόπουν — φαλιόπους white footed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek